στραβολαίμης, -α, -ικο

στραβολαίμης, -α, -ικο
αυτός που έχει στραβό λαιμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στραβολαίμης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με κλίση προς τα πλάγια 2. κοινή ονομασία τού δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + λαίμης (< λαιμός), πρβλ. μακρυ λαίμης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”